ἐσχατόμοιρος: -ον, ἔχων τὴν ἐσχάτην μοῖραν, Ζεὺς ἐσχατ. Ὑπόθ. τ. Μανέθ. ἀποτελεσμ. ἔκδ. Ludw. σ. 101.