ἐτέρωτα

English (LSJ)

Aeol. for ἑτέρωθι, Sapph.1.5, cf. A.D. Adv.194.5.

Greek Monolingual

ἐτέρωτα (Α)
αιολ. τ. του επιρρ. ετέρωθι.

Russian (Dvoretsky)

ἐτέρωτα: Sappho = ἑτέρωθε.