ἑτέρωθι
English (LSJ)
A Adv. on the other side, ἔνθεν... ἑτέρωθι δὲ . . Od.12.235: in later Prose, Ph.1.301, Jul.Or.2.69a.
II = ἄλλοθι, elsewhere, Il.5.351, 15.348, Od.4.531, Pl.Prm.146c, etc.; οὐδαμόθι ἑτέρωθι = nowhere else, Hdt.3.113; ἑτέρωθι πανταχοῦ = anywhere else, Antipho 6.39; λέγει ἑτέρωθι ὅτι in another passage, Ph.1.372, cf. Hdt.9.58: c. gen., ἑτέρωθι τοῦ λόγου = in another part of my story, Id.6.19; ἑτέρωθι που τοῦ σώματος Arist.PA663b3.
III at another time, τότε μὲν... ἑτέρωθι δὲ . . Hdt.3.35.
German (Pape)
[Seite 1051] auf der andern Seite, an einer andern Stelle (als der genannten), Il. 15, 348; ἔνθεν – ἑτέρ., sich entsprechend, Od. 12, 235; sp,. D.; Her. 9, 58, Plat. Lach. 183 d, τὸ ἑτέρωθι ὃν αὐτὸ ἑαυτοῦ Par^^. 146 c; ἑτέρωθι πανταχοῦ Antiph. 6, 39; ἑτ. τῆς εἰκόνος Luc. Herod. 5. – Dem τότε μέν entspricht ἑτέρωθι δέ, ein andermal aber, Her. 3, 35. – Auf der andern Seite, gegenüber, Plut. Cat. min. 13 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
I. avec idée de lieu;
1 de l'autre côté;
2 d'un autre côté, ailleurs ; οὐδαμόθι ἑτέρωθι HDT nulle part ailleurs ; ἑτέρωθι τοῦ λόγου HDT en un autre endroit de mon récit;
II. avec idée de temps une autre fois.
Étymologie: ἕτερος, -θι.
Russian (Dvoretsky)
ἑτέρωθι: adv.
1 с другой стороны (ἔνθεν μὲν Σκύλλα, ἑτέρωθι δὲ Χάρυβδις Hom.);
2 в другом месте (лат. alibi) (ἑτέρωθι που τοῦ σώματος Arst.): ἀπὰνευθε νεῶν ἑτέρωθι Hom. вдали от кораблей; ἑτέρωθι τοῦ λόγου Her. в другой части (моего) повествования; οὐδαμόθι ἑτέρωθι Her. нигде больше;
3 в другой раз (τότε μὲν ταῦτα ἐξεργάσατο, ἑτέρωθι δὲ … Her.);
4 по другую сторону (ἑστηκέναι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτέρωθι: ἐπίρρ., ἐπὶ τοῦ ἄλλου μέρους, ἔνθεν μέν…, ἑτ. δέ… Ὀδ. Μ. 235· ἑτ. δέ… Ἡρόδ. 2. 106. ΙΙ. = ἄλλοθεν, Πλάτ. Νόμ. 702C, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 34· οὐδαμόθι ἑτ… ἐν οὐδενὶ ἄλλῳ τόπῳ, Ἡρόδοτ. 3. 113· ἑτ. πανταχοῦ, ἐν οἱῳδήποτε ἄλλῳ τόπῳ, Ἀντιφῶν 146. 5: - μεταγεν., ἑτ. τοῦ λόγου, εἰς ἄλλο μέρος τοῦ λόγου, Ἡρόδ. 6. 19, πρβλ. 9. 58· ἑτ. που τοῦ σώματος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 2. 11. ΙΙΙ. ἐν ἄλλῳ χρόνῳ, τότε μέν... ἑτ. δέ Ἡρόδ. 3. 35.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἑτέρωθι και αιολ. τ. ἑτέρωτα (Α)
επίρρ.
1. στο άλλο μέρος, απέναντι
2. σε άλλο μέρος, αλλού
3. σε άλλον χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + επίθ. -θι, που δηλώνει εν τόπω στάση (πρβλ. αυτόθι)].
Greek Monotonic
ἑτέρωθι: (ἕτερος), επίρρ.:
I. στο άλλο μέρος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
II. ἄλλοθι, αλλού, κάπου αλλού, σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., ἑτ. τοῦ λόγου, σε άλλο σημείο του λόγου μου, σε Ηρόδ.
III. μια άλλη φορά, μιαν άλλη στιγμή, στον ίδ.
Middle Liddell
ἕτερος
adv.
I. on the other side, Od., Hdt.
II. = ἄλλοθι, elsewhere, Hom., etc.:—c. gen., ἑτ. τοῦ λόγου in another part of my story, Hdt.
III. at another time, Hom.