ἐφέλκυσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, attraction, Asp.in EN160.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέλκῠσις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς ἕλξιν δύναμις, τὸ ἐφελκύειν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 6· γραμματ., ἡ τοῦ δὲ ἐπέκτασιςἐφέλκυσις (ὡς ἐν τῷ λόχονδε) Κραμ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 363, 4. ― ἐφελκυσμός, ὁ, μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας, Εὐστ. 52. 24.