ἐφέσσαι

English (LSJ)

ἔφεσσαι, ἐφέσσεσθαι, v. ἐφίζω. ἐφέστα· τὸ έσπερινὸν δίκτυον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1115] u. ἔφεσσαι, s. ἐφέζω.

French (Bailly abrégé)

ao. inf. de *ἐφέζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφέσσαι: inf. aor. к ἐφεῖσα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέσσαι: ἔφεσσαι, ἐφέσσεσθαι, ἴδε ἐφίζω.

English (Autenrieth)

see ἐφεισα.

Greek Monotonic

ἐφέσσαι: -ασθαι, Επικ., απαρ. Ενεργ. και Μέσ. αορ. αʹ του ἐφίζω· ἔφεσσαι, Μέσ. προστ.· ἐφέσσεσθαι, απαρ. Μέσ. μέλ.