ἐφηλωτός

English (LSJ)

ἐφηλωτή, ἐφηλωτόν, nailed on, Hero Aut.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφηλωτός: -ή, -όν, (ἐφηλόω) καρφωμένος ἐπάνω εἴς τι, Ἥρων. Αὐτομ. σ. 244.

Greek Monolingual

ἐφηλωτός, -ή, -όν (Α) εφηλώνω
καρφωμένος πάνω σε κάτι.

German (Pape)

(ἐφηλόω) angenagelt, Mathem. vett.