ἐφημιόλιον, less correct form of ἡμιόλιος, v.l. in Theo Sm.p.77 H., Bacch.Sen.p.106 Bellermann.
ἐφημιόλιος: -ον, ἧττον ὀρθὸς τύπος τοῦ ἡμιόλιος, Θεοδ. Σμυρν. 24, 119.
ἐφημιόλιος, -ον (Α)βλ. ημιόλιος.