ἐχθρολέων

English (LSJ)

οντος, ὁ, opponent-lion, IG2.2836 (εἰχθρ- lapis).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθρολέων: ὁ, ἀντίπαλος λέων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 96. 3.

Greek Monolingual

ἐχθρολέων, ὁ (Α)
επιγρ. το αντίπαλο λιοντάρι, το εχθρικό λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + λέων.