ἑαυτότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, self-hood, Procl.Theol.Plat.5.37.

German (Pape)

[Seite 698] ητος, ἡ, Selbstheit, Proclus.

Greek (Liddell-Scott)

ἑαυτότης: -ητος, ἡ, ταυτότης, Πρόκλ. Θεολ. Πλάτ. σ. 328.

Greek Monolingual

ἑαυτότης, η (Α)
η ταυτότητα.