ἑκαστοτέρω

English (LSJ)

v. ἑκάς.

German (Pape)

[Seite 751] = ἑκαστέρω, ist zw., s. ἑκάς.

Russian (Dvoretsky)

ἑκαστοτέρω: v.l. = ἑκαστέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκαστοτέρω: ἐπίρρ., ὡς τὸ ἑκαστέρω, ἴδε ἐν λ. ἑκάς.

Greek Monotonic

ἑκαστοτέρω: επίρρ. όπως το ἑκαστέρω, βλ. ἑκάς.