ἑκατογκεφάλας
English (LSJ)
[φᾰ], α, οξ, hundred-headed, Pi. O.4.8, Ar.Ra.473, Nu.336.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτογκεφάλας) -α
• Prosodia: [-φᾰ-]
de cien cabezas de Tifón, Pi.O.4.7, Ar.Nu.336.
German (Pape)
[Seite 752] ὁ, = Folgdm; Τυφώς Pind. Ol. 4, 8; Ar. Nubb. 336.
French (Bailly abrégé)
α (ὁ) :
à cent têtes.
Étymologie: ἑκατόν, κεφαλή.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατογκεφάλας: α adj. Pind., Arph. = ἑκατογκέφαλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτογκεφάλας: γεν. α, ὁ, ἑκατὸν ἔχων κεφαλάς, Πινδ. Ο. 4. 11· προσέτι ἑκατογκέφαλος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 882, Ἀριστοφ. Βάτρ. 473.
English (Slater)
ἑκᾰτογκεφᾰλας hundred-headed ἑκατογκεφάλα Τυφῶνος (O. 4.7) cf. Σ. Hom. Θ 368: Πίνδαρος μὲν οὖν ἑκατὸν ἔχειν αὐτὸν (= Κέρβερον) κεφαλάς φησιν fr. 249b.
Greek Monotonic
ἑκᾰτογκεφάλας: γεν. -α, ὁ (κεφαλή), αυτός που έχει εκατό κεφάλια, σε Πίνδ.· ομοίως μεταγεν., ἑκατογ-κέφαλος, -ον, σε Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
κεφαλή
hundred-headed, Pind.: so ἑκατογ-κέφαλος, ον, Eur., Ar.