ἑκατοντάχειρος

English (LSJ)

ον, = ἑκατοντάχειρ.

Spanish (DGE)

-ον
centímano, de cien manos de Briareo, Epiph.Const.Haer.36.1.3, Ath.Al.Gent.11, cf. tb. ἑκατόγχειρος y Ἑκατοντάχειρ.