ἑκατοντάχειρ
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, = ἑκατόγχειρ, Plu.2.478f(as v.l.), Jul. Ep.180: also ἑκατοντάχειρος, ον, Hsch. s.v. Βριάρεῳ.
German (Pape)
[Seite 752] ὁ, = ἑκατόγχειρ, Plut. frat. am. 2.
French (Bailly abrégé)
-χειρος (ὁ, ἡ)
à cent mains, à cent bras.
Étymologie: ἑκατόν, χείρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκατοντάχειρ: ρος, ὁ, ἡ, = ἑκατόγχειρ, Πλούτ. 2. 478F, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατοντάχειρ: χειρος adj. Plut. = ἑκατόγχειρος.