ἑκατόγκρανος
English (LSJ)
ἑκατόγκρανον, = ἑκατογκεφάλας (hundred-headed), Pi. P. 8.16.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτόγκρᾱνος) -ον de cien cabezas Τυφώς Pi.P.8.16.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἑκατόγκρᾱνος: Pind. = ἑκατογκέφαλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκατόγκρανος: ον = τῷ προηγ., Πινδ. Π. 8. 20.
English (Slater)
ἑκᾰτόγκρᾱνος (cf. ἑκατοντακάρανος) hundred-headed Τυφὼς Κίλιξ ἑκατόγκρανος (Er. Schmid: ἑκατοντο-, ἑκατοντακάρανος codd.) (P. 8.16)