ἑλιξόκερως

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, with crumpled horns, κριός AP9.240 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ωτος
de cuernos retorcidos κριός AP 9.240 (Phil.), cf. Hsch., βοῦς Eust.1394.39.

German (Pape)

[Seite 798] κριός, mit gewundenen Hörnern; Phil. 70 (IX, 240); Eust. 1394, 40.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
aux cornes recourbées.
Étymologie: ἕλιξ, κέρας.

Russian (Dvoretsky)

ἑλιξόκερως: ωτος adj. с завитыми рогами (κριός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑλιξόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κέρατα ἑλικτά, κριός Ἀνθ. Π. 9. 240. Καθ’ Ἡσύχ. «ἑλιξόκερως· στρεβλόκερως», πρβλ. Εὐστ. Ὀδ. 1394, 39.

Greek Monolingual

ἑλιξόκερως, ο, η (Α)
αυτός που έχει στριφτά κέρατα.

Greek Monotonic

ἑλιξόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ελικοειδή κέρατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἑλιξό-κερως, ωτος,
with crumpled horns, Anth.