ἑλκυθμός

English (LSJ)

ὁ, later form of ἑλκηθμός, Tryph.21.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
tard. por ἑλκηθμός arrastramiento, arrastre λωβητῆρσιν ἐφ' Ἕκτορος ἑλκυθμοῖσι Triph.21; cf. ἑλκυσμός.

German (Pape)

[Seite 799] ὁ, = ἑλκηθμός, Ἕκτορος, das Schleifen des Hektor, Tryphiod. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκυθμός: ὁ, μεταγεν, τύπος τοῦ ἑλκηθμός, Τρυφιόδ. 21.

Greek Monolingual

ἑλκυθμός, ο (Α)
ο ελκηθμός.