ἑλκυσμός
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ὁ,
A attraction; especially of idle fancy, διάκενος ἑ. Chrysipp.Stoic.2.22, cf.Ph.1.151 (pl.).
II dragging, in plural,Anon.Fig.p.156 S.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 atracción, atractivo φανταστικὸν δέ ἐστι διάκενος ἑλκυσμός lo fantástico es una atracción vacía de contenido Chrysipp.Stoic.2.22, cf. Nemes.Nat.Hom.6, <λογισμοὶ> ἑλκυσμοὺς καὶ σπασμοὺς ἐνδιδόντες Ph.1.151.
2 acción de arrastrar, arrastre τοῦ Ἕκτορος Phot.α 2835, Eust.1276.1, 17, como una forma de tortura, Chrys.M.58.591, c. gen. τοῦ δίφρου Anon.Fig.156.23, ἐν τῇ πορείᾳ καὶ τῷ ἑλκυσμῷ τοῦ σώματος ref. a una serpiente, Sch.Nic.Th.161, cf. Aq.Ex.19.13; cf. ἑλκηθμός, ἑλκυθμός.
German (Pape)
[Seite 799] ὁ, das Ziehen, = ἕλκυσις, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de tirer.
Étymologie: ἑλκύω.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκυσμός: ὁ притяжение: διάκενος ἑ. Plut., Sext. (у стоиков) пустое притяжение, т. е. призрак (= τὸ φανταστικόν).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκυσμός: ὁ, = ἑλκηθμός, Φίλων 1. 151, Πλούτ. 2. 900Ε.
Greek Monolingual
ο (AM ἑλκυσμός)
νεοελλ.
1. η απαραίτητη ελκτική δύναμη για να κινηθεί ένα όχημα, ρυμούλκια
2. η ροή τών αερίων καύσης μέσα από καπνοδόχο
αρχ.-μσν.
1. έλξη, τράβηγμα
2. απαγωγή.