ἑνοποιέω

English (LSJ)

A combine in one, unite, Arist. de An.410b11:—Pass., Plb. 8.4.11.
II unify, τὸ διακεκριμένον Dam.Pr.391:—391:—Pass., ὑπό τινος Procl.in Prm.p.541 S.

Spanish (DGE)

combinar en uno, hacer de varias cosas una sola, unificar de abstr. y cosas, fil. τί ποτ' ἐστὶ τὸ ἑνοποιοῦν αὐτά (πάντα τὰ στοιχεῖα) Arist.de An.410b11, πέφυκε δὲ τὸ μὲν ἓν καὶ ἡ μονὰς ὁρίζειν ... καὶ ὅλως ἑνοποιεῖν Iambl.in Nic.78, cf. Dam.in Prm.391, en v. pas., Procl.in Prm.703
sent. fís. θεὸς ἐν κόσμῳ ... τὰ θρυπτόμενα ἑνοποιεῖ Heraclit.Ep.6, ὕδωρ ... ἑνοποιεῖ τὰ διῃρημένα Alex.Trall.2.239.8, en v. pas. γίνεται σχῆμα νεὼς καὶ κλίμακος ἑνοποιούμενον Andreas 1, cf. Plb.8.4.11
gram. ὠνόμασται δὲ σύνδεσμος ἀπὸ τοῦ ... ἑνοποιεῖν τοὺς ... ἀσυνδέτους λόγους Theodos.Gr.Sp.87.12
crist., de pers. y grupos, c. constr. de lugar, fig. o c. dat. unir, reunir τὰ ... γένη ἑνοποιεῖν εἰς πίστιν reunir los pueblos en la fe Clem.Al.Ex.Thdot.1, cf. Dion.Ar.EH 116.17, Seuerian.Rom.Heb.p.320.23, ἑαυτὸν ἑνοποιεῖ τῷ θείῳ χορῷ se hace uno con el coro divino Clem.Al.Strom.7.7.49, en v. pas. Dion.Ar.EH 88.16.

German (Pape)

[Seite 849] vereinigen; Arist. de anim. 1, 5; Pol. 8, 6, 11; vgl. Ath. XIV, 634 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνοποιέω: συνενώνω εἰς ἕν, τί ποτ’ ἐστὶ τὸ ἑνοποιοῦν αὐτὰ Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 5, 15, Πολύβ. 8. 6, 11.

Russian (Dvoretsky)

ἑνοποιέω: объединять, соединять (τὰ στοιχεῖα Arst.): τὸ σχῆμα ἑνοποιηθέν Polyb. единая система, одно целое.