соединять
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Russian > Greek
ἀγκρεμάννυμι, ἀνακρεμάννυμι, ἁρμόζω, ἐγκαταζεύγνυμι, ἐνζεύγνυμι, ἐνζευγνύω, ἐνιζεύγνυμι, ἐνιζευγύω, ἑνοποιέω, ἑνόω, ἐξάπτω, ἐπιζεύγνυμι, ἐπιζευγνύω, ζευγίζω, ζεύγνυμι, ζευγνύω, ζυγόω, καταζεύγνυμι, καταζευγνύω, μίγνυμι, ομόω, περιζεύγνυμι, συγκαταμίγνυμι, συγκαταμιγνύω, συγκερκίζω, συγκλείω, συγκρίνω, συγχέω, συζεύγνυμι, συλλαμβάνω, συλλοχίζω, συμμίγνυμι, συμμιγνύω, συμμίσγω, συμπλέκω, συμφύω, συναίρω, συναρμόζω, συναρτάω, συνδέω, συνεέργω, συνείργνυμι, συνείργω, συνέλκω, συνέργω, συνέχω, συντάσσω, συντάττω, συντήκω, συνωρίζομαι, συρρίπτω, συστολίζω