ἑπέτας

English (Slater)

ἑπέτας companion met. ὅταν τις ἀρετᾷ κεκραμένον αὐτὸν (= πλούτον) ἀνάγῃ πολύφιλον ἑπέταν (P. 5.4)

Russian (Dvoretsky)

ἑπέτας: α ὁ следующий по пятам, т. е. слуга Pind.