ἑπτάστολος

German (Pape)

[Seite 1013] mit sieben Heereszügen, Eur. Suppl. 1221, wo jetzt ἑπτάστομον steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάστολος: -ον, ἔχων ἑπτὰ στολάς, ἡ ἑπτάστολος φύσις, ἡ ἔχουσα ἑπτὰ στολὰς αἰθερίους (τοὺς πλανήτας), (Ὠριγ.) φιλοσοφ. ἔκδ. Μί. σ. 3134· - δι. γρ. ἐν Εὐρ. Ἱκ. 1221 ἀντὶ ἑπτάστομος.

Greek Monolingual

ἑπτάστολος, -ον (Α)
(για την Ίσιδα) με επτά στολές.