ἑπτάστομος

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτάστομος Medium diacritics: ἑπτάστομος Low diacritics: επτάστομος Capitals: ΕΠΤΑΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: heptástomos Transliteration B: heptastomos Transliteration C: eptastomos Beta Code: e(pta/stomos

English (LSJ)

ἑπτάστομον, seven-mouthed, πύλαι ἑπτάστομαι, of Boeotian Thebes, E. Supp.401; ἑπτάστομον πύργωμα, ἑπτάστομον πόλισμα, Id.Ph.287,Ba.919; πύλαι S.Fr.773; of rivers, Str.4.1.8, 7.3.15.

German (Pape)

[Seite 1013] mit sieben Mündungen, siebentorig, das böotische Theben, Soph. frg. 778; Eur. öfter, z. B. πύλαι, Suppl. 417.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à sept bouches en parl. de l'écho;
2 à sept bouches ou portes.
Étymologie: ἑπτά, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτάστομος: семиустый, т. е. семивратный (= ἑπτάπυλος) (πύλαι Soph.; Θήβη, πόλισμα, πύργωμα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάστομος: -ον, ἔχων ἑπτὰ στόματα, πύλαι ἑπτ., ἐπὶ τῶν ἐν Βοιωτίᾳ Θηβῶν, Εὐρ. Ἱκ. 401· οὕτως, ἑπτ. πύργωμα αὐτόθι 1221, Φοίν. 287· πόλισμ’ ἑπτάστομον Βάκχ. 919· Θήβας… τὰς πύλας ἑπταστόμους Σοφ. Ἀποσπ. 778· πρβλ. ἑπτάπυλος.

Greek Monolingual

ἑπτάστομος, -ον (Α)
1. (για οχυρωμένες πόλεις) με επτά διόδους, επτά ανοίγματα («ἑπτάστομοι πύλαι», Ευρ.)
2. (για ποταμό) με επτά στόμια («τοῖς στόμασι τοῦ Ροδανοῦ, καὶ μάλιστα οἱ φήσαντες ἑπτάστομον αὐτόν», Στράβ.).

Greek Monotonic

ἑπτάστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει εφτά στόματα δηλ. εφτά εισόδους, λέγεται για τη Θήβα, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἑπτά-στομος, ον στόμα
seven-mouthed, with seven portals, of Thebes, Eur.

English (Woodhouse)

with seven gates, with seven mouths, with seven openings

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)