ἑρματικός

English (LSJ)

ἑρματική, ἑρματικόν, on a firm base, κράββατος PGen.68.10 (iv A. D.).

Greek Monolingual

ἑρματικός, -ή, -ό (Α) έρμα
αυτός που στέκεται σε στερεή βάση, στερεός, βέβαιος, ασφαλής.