ἑρπυστής

English (LSJ)

ἑρπυστοῦ, ὁ, a crawling child, AP9.302 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1034] ὁ, = ἑρπηστής, der Kriecher, βρέφος Antip. Th. 302 (IX, 302).

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui rampe ; subst.ἑρπυστής reptile.
Étymologie: ἑρπύζω.

Greek Monolingual

ἑρπυστής και μτγν. τ. ἑρπηστής, ο (Α) ερπύζω
(για παιδί που ερπύζει) αυτό που σέρνεται, που έρπει.

Greek Monotonic

ἑρπυστής: -ου, ὁ (ἑρπύζω), παιδί που μπουσουλάει, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἑρπυστής: οῦ ὁ ползающий на четвереньках ребенок Anth.

Middle Liddell

ἑρπυστής, οῦ, ἑρπύζω
a crawling child, Anth.