ερπύζω

From LSJ

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source

Greek Monolingual

(AM ἑρπύζω) έρπω
έρπω
μσν.
σκύβω το κεφάλι, ταπεινώνομαι, φέρομαι χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς
αρχ.
1. (για ανθρώπους υπερβολικά θλιμμένους ή μεγάλης ηλικίας ή για παιδιά ή για τετράποδα) βαδίζω σέρνοντας τα πόδια, σέρνομαι («ἑρπύζοντ’ ἀνά γουνόν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο» — σέρνοντας τα πόδια στην πλαγιά τη φυτεμένη με αμπέλια, Ομ. Οδ.)
2. (για κισσό) αναρριχώμαι
3. κινούμαι αργά
4. (για χρόνο) περνώ αργά («μαραίνει ὁ χρόνος ἑρπύζων σήν... χάριν», Ιουλ.).