Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἑσπερίζω: τρώγω τὸ ἑσπερινὸν φαγητόν, δειπνῶ, ἢ διέρχομαι τὴν ἑσπέραν μετά τινος, ἤρχοντο οὖν οἱ ξένοι καὶ ἑσπέριζον μετ’ αὐτῶν (ἑσπέριζον = ἡσπέριζον) Δωρόθ. 1741C.
zu Abend essen, Sp.