ἑσπερίτης

Greek (Liddell-Scott)

ἑσπερίτης: -ου, ὁ, θηλ. ἑσπερῖτις, ιδος, δυσμικός, Σουΐδ. ἑσπερόθεν, Ἐπίρρ., ἐκ δυσμῶν, Ἄρατ. 891.