Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσμικός

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμικός Medium diacritics: δυσμικός Low diacritics: δυσμικός Capitals: ΔΥΣΜΙΚΟΣ
Transliteration A: dysmikós Transliteration B: dysmikos Transliteration C: dysmikos Beta Code: dusmiko/s

English (LSJ)

δυσμική, δυσμικόν, (δυσμή) = δυτικός, western, Str.2.5.11, Hld.8.15: Comp., Str.2.1.34, Ptol.Alm.2.13, Theo Sm.p.137 H.: Sup., Str. 2.1.32, Ptol.Geog.2.3.18.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
occidental τὰ δυσμικὰ μέρη Str.2.5.11, πλευρά Str.14.5.22, 14.6.4, Ptol.Geog.2.6.1, παράπλους Str.14.6.3, τόπος Ptol.Alm.2.13, στοά IStratonikeia 653.4 (I d.C.), MAMA 8.498.17 (II d.C.), cf. Theo Sm.137, τὸ δυσμικώτατον σημεῖον el punto más occidental Str.2.1.32, ἀπὸ τῶν δυσμικωτέρων desde el oeste Hld.8.15.1, cf. Str.2.1.34, ref. a pueblos, Ptol.Geog.2.3.11, 12, ὁ δ(ιὰ) Ῥώμης μεσημβρινὸς δυσμικώτερός ἐστι τοῦ δ(ι') Ἀλεξανδρείας μεσημβρινοῦ POxy.Astr.4142.2.2.14 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 684] abendlich, westlich; Strab. II p. 85 u. öfter; Heliod. 8, 15.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμικός: -ή, -όν, (δυσμή) = δυτικός, Στράβων 85, Ἡλιόδ. 8. 15· ὑπερθ. -ώτατος, Πτολ. Γεωγρ. 2. 3, 18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α δυσμικός, -ή, -όν)
δυτικός
νεοελλ.
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) οι δυσμικές
πνεύματα του δειλινού, ονομασία ξωτικών.