ἑστάναι
French (Bailly abrégé)
inf. pf. de ἵστημι.
Greek Monotonic
ἑστάναι: ποιητ. αντί ἑστηκέναι, απαρ. παρακ. του ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἑστάναι: inf. pf. к ἵστημι.
Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)
(see also ἵστημι): be stationary