ἑτός

English (LSJ)

ἑτή, ἑτόν, verb. Adj. of ἵημι, sent, only in compds., as ἀν-ετός, ἀφ-ετός. ἔτρᾰγον, aor. 2 of τρώγω. ἔττακαν· ἔστησαν, Hsch. ἔττε, v. sub ἔστε.

Russian (Dvoretsky)

ἑτός: adj. verb. к ἵημι.