ἔαγα

English (LSJ)

v. ἄγνυμι.

Spanish (DGE)

v. ἄγνυμι.

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de ἄγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἔᾱγα: ἐάγην ᾰ, ἴδε ἄγνυμι.

Greek Monotonic

ἔᾱγα: [ᾰ], παρακ. (με ενεστ. σημασία) του ἄγνυμι· ἐάγην [ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ.