v. ἄγνυμι.
pf. Act. de ἄγνυμι.
ἔᾱγα: ἐάγην ᾰ, ἴδε ἄγνυμι.
ἔᾱγα: [ᾰ], παρακ. (με ενεστ. σημασία) του ἄγνυμι· ἐάγην [ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ.