2ᵉ pl. impf. ion. de εἰμί.
v. εἰμί.
ἔᾰτε: Ιων. βʹ πληθ. παρατ. του εἰμί (sum).
ἔατε: Her. 2 л. pl. impf. к εἰμί.
ion. = ihr wart.