v. βάλλω. ἐβλόν· ἀπόπληκτον, Hsch.
v. βάλλω.
3ᵉ sg. ao.2 Pass. épq. de βάλλω.
ἔβλητο: ἴδε τὸ ῥῆμα βάλλω.
see βάλλω.
ἔβλητο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του βάλλω.