ἔβλητο

English (LSJ)

v. βάλλω. ἐβλόν· ἀπόπληκτον, Hsch.

Spanish (DGE)

v. βάλλω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 Pass. épq. de βάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔβλητο: ἴδε τὸ ῥῆμα βάλλω.

English (Autenrieth)

see βάλλω.

Greek Monotonic

ἔβλητο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του βάλλω.