ἔγγαμος

Greek (Liddell-Scott)

ἔγγᾰμος: -ον, νενυμφευμένος, «ὑπανδρευμένος», Ἰω. Χρυσ. πρὸς Κορινθ. τ. 3. σ. 408.

Spanish (DGE)

-ον
1 casado op. παρθένος Gr.Nyss.Res.249.20, Cyr.H.Catech.17.7, Epiph.Const.Haer.67.2.6.
2 subst. ὁ ἔ. matrimonio ἡ ἐγγάμων καὶ παιδοποιίας διαδοχή Didym.in Zach.1.234.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔγγαμος, -ον)
αυτός που έχει συνάψει γάμο, ο παντρεμένος.