διαδοχή

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδοχή Medium diacritics: διαδοχή Low diacritics: διαδοχή Capitals: ΔΙΑΔΟΧΗ
Transliteration A: diadochḗ Transliteration B: diadochē Transliteration C: diadochi Beta Code: diadoxh/

English (LSJ)

ἡ, (διαδέχομαι)
A taking over from another, νεώς, of a trierarch, D.50.1.
2 succession, ἄλλος παρ' ἄλλου διαδοχαῖς πληρούμενοι by successions or by reliefs, A.Ag.313; διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων Th.2.36; ἡ τῶν τέκνων διαδοχή Arist.Pol.1334b39: freq. in dat. pl., ἀνάσσειν διαδοχαῖσιν ἐν μέρει ἐνιαυσίαισιν E.Supp.406; διαδοχαῖς Ἐρινύων (apparently) by successive attacks of the Furies, Id.IT79; γένους μακραῖς διαδοχαῖς = by long pedigrees, Hdn.1.2.2: with Preps., ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις = in turns, D.4.21, cf. Antiph.8 (but, in succession, Arist.Ph. 228a28); κατὰ διαδοχὴν χρόνου or κατὰ διαδοχήν, Th.7.27,28; κατὰ διαδοχάς Arist.Mu.398a33; τὰ κατὰ διαδοχὴν κληρονομηθέντα POxy.1201.7 (iii A. D.), cf. BGU907.13 (iii A. D.).
II concrete in military sense, relief, relay, ἡ διαδοχὴ τῇ πρόσθεν φυλακῇ ἔρχεται X.Cyr.1.4.17, cf. D.21.164: metaph., σελήνη ἡλίου δ. Secund.Sent.6.
2 the succession (i.e. successors), Luc.Nigr.38; ἡ περὶ τὸν Πλάτωνα διαδοχή the school of Plato, S.E.M.7.190; Στωϊκή διαδοχή Plu.2.605b; ἡ Ἐπικούρου διαδοχή IG22.1009 (Epist. Plotinae); αἱ Διαδοχαί, title of work by Sotion on the Successions or successive heads of the Philosophic Schools, Ath.4.162e, cf. D.L.Prooem.1, 2.12.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1sucesión generacional τὴν χώραν ... ἀεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε habitando siempre este país hasta el día de hoy mediante la sucesión de las generaciones Th.2.36, ἡ τῶν τέκνων δ. Arist.Pol.1334b39, οἱ γένους μακραῖς διαδοχαῖς εὐπατρίδαι aristócratas con largas genealogías Hdn.1.2.2, εἰς τὴν διαδοχὴν τῶν ἐξ ἐκείνων γεννομένων IEphesos 17.59 (I d.C.)
en cargos polít. o admin. πίναξ Ῥωμαίων καὶ Ζμυρναίων· δ. κατὰ χρόνους relación de romanos y esmirneos: sucesión cronológica, ISmyrna 536.10 (I d.C.?)
en cargos relig. τῶν τοῦ ἱεροῦ ἱερ(έων) κατὰ διαδοχήν POxy.3473.27 (II d.C.), τῆς κατὰ Ἀντιόχειαν Πέτρου διαδοχῆς δεύτερος τὴν ἐπισκοπὴν κεκληρωμένος Eus.HE 3.36.2, τῆς Ἰακώβου διαδοχῆς ... ἄξιος Eus.HE 3.11
en la dirección de escuelas fil. αἱ Διαδοχαί Las Sucesiones tít. de una obra de Soción, Ath.162e, D.L.8.86, αἱρέσεις τε καὶ διαδοχαί Phld.Acad.Hist.36.19.
2 continuación, perpetuación de la especie γάμοι ... διαδοχῆς ἀναγκαίας εὕρηνται φάρμακα Luc.Am.33, γένους δ. la perpetuación del linaje Hld.10.16.4, τῆς ἐκ παίδων διαδοχῆς τὴν ἐπιθυμίαν ... λαμβάνων Hld.4.12.3, γνησίας αὐτῷ παντελῶς γονῆς οὐκ ὑπούσης, παίδων φαμὲν ἢ ἐγγόνων ἢ τῆς ἐφεξῆς διαδοχῆς sin tener descendencia legítima, es decir hijos o nietos o descendientes ulteriores Iust.Nou.89.12.4
continuación ἡ δ. τοῦ χρόνου los tiempos venideros Synes.Ep.74, εὐλόγησον αὐτὴν ἐσχάτην εὐλογίαν ἥτις διαδοχὴν οὐκ ἔχει bendícela con una bendición suprema más allá de la cual no hay ninguna otra, Proteu.6.2
secuencia, serie sucesiva, en un registro de actas PAmh.75.31 (II d.C.) en BL 1.431, PStras.363.9 (II d.C.).
3 relevo, acción de sustituir o tomar el relevo en la acción ἄλλος παρ' ἄλλου διαδοχαῖς πληρούμενοι A.A.313, cf. Arist.Mu.398a33, Longin.12.4, ἄλλος ἄλλ' ἐπωτότυζε διαδοχαῖς ἀνὰ πτόλιν E.Ph.1038, διαδοχαῖς δ' Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα φυγάδες venimos huyendo perseguidos por relevos de Erinis E.IT 79, cf. Hec.1159, ἡ λαμπὰς ἡ ἐκ διαδοχῆς la antorcha que pasa de mano en mano Arist.Ph.228a28, βαρβάρων ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις ὑβριζόντων ultrajándo(las) los bárbaros uno tras otro Paus.10.22.4, cf. Arist.SE 183b30
milit. κατὰ διαδοχήν mediante relevos Th.4.8, 7.28, ἡ διαδοχὴ τῇ πρόσθεν φυλακῇ el relevo de la guardia anterior X.Cyr.1.4.17, ὁ στρατηγὸς ... μετεπέμπετο τοὺς ... ἱππέας ἐπὶ τὴν διαδοχήν D.21.164, δ. νεώς D.50.1, ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις relevándose unos a otros D.4.21, ὀλίγος γὰρ χρόνος ὑμῖν ἐστιν, ἑτοιμάζεται γὰρ ἡ δ. PPetr.2.40a.15 (III a.C.)
fig. Τί σελήνη; ... ἡλίου δ. ¿Qué es la luna? El relevo del sol Secund.Sent.6.
4 transmisión sucesiva ὡς ... μέχρις ἡμῶν διικνεῖσθαι τὸ ψεῦδος ἐκ διαδοχῆς hasta el punto de que sus mentiras han llegado hasta nuestros días transmitiéndose sucesivamente Luc.Philops.2, de una enfermedad πολυγονεῖται ἡ νόσος καὶ πολλὴ γίγνεται τῆς μανίας δ. Luc.Nigr.38
paso sucesivo, etapa sucesiva en el desarrollo de una enfermedad διαδοχαὶ νοσημάτων Hp.Epid.1.23.
5 alternancia, turno previsto de antemano κατὰ διαδοχὴν χρόνου por turnos cronológicos Th.7.27, δῆμος δ' ἀνάσσει διαδοχαῖσιν ἐν μέρει ἐνιαυσίαισιν el pueblo gobierna mediante magistraturas anuales alternas E.Supp.406, ἐπῳάζει δ' ἐκ διαδοχῆς (los machos y las hembras) empollan por turnos Arist.Fr.347, τὰ γένη ... ἐξ ὧν κατὰ διαδοχὰς οἱ ἀρχιερεῖς ἐπεδείκνυντο I.BI 4.148
agr. rotación o alternancia de cultivos en una misma tierra ἡ γεωργία τῆς γῆς κατὰ τὴν τοῦ γένους διαδοχήν Stud.Pal.20.88.9 (IV d.C.).
II 1sucesión, herencia, acción de suceder en o recibir en sucesión o por herencia cargos polít. ἡ κατ' αὐτὴν (βασιλείαν) γνησίας διαδοχή la sucesión legítima al trono Hld.10.15.2, ἡ τῆς ἀρχῆς δ. la sucesión en el cargo D.C.46.39.1, cf. 45.41.3, o relig., ref. a sacerdocios hereditarios τὸν παρειληφότα κατὰ διαδοχὴν ἱερέα Ἀρτέμιδος Ἐφεσίας διὰ γένους SEG 42.1223.2 (Pisidia I d.C.), ἐγ διαδοχῆς γονέων SB 12685.38, 97 (II d.C.), cf. POxy.3758.109, 1265.17 (ambos IV d.C.), Chrys.M.48.922
herencia ἐκ διαδοχῆς Παραμόνου IEphesos 3469.4 (II d.C.), κατὰ διαδοχὴν κληρονόμος BGU 907.13 (II d.C.), cf. POxy.1201.7 (III d.C.), 1206.9, 22 (IV d.C.), ἐκ κλήρου διαδοχῆς D.C.40.51.3, cf. 45.4.3, νόμος ἐπὶ ταῖς τῶν παίδων διαδοχαῖς Iust.Nou.22.47, cf. 118.4, οἱ μεταπαραληψόμενοι τὴν σὴν διαδοχήν tus herederos legales, PMasp.167.56 (VI d.C.).
2 herencia filosófica, de donde escuela οὐκ ἐνέμειναν τῇ πρώτῃ διαδοχῇ Numen.24.12, ἐν Βαβυλῶνι Στωικὴν διαδοχὴν ἀπέλιπε Plu.2.605b, ἡ τῶν περὶ Πλάτωνα δ. S.E.M.7.190, τῷ διαδόχῳ, ὃς ἂν μέλλῃ τῆς Ἐπικούρου διαδοχῆς ἀφηγεῖσθαι τῆς οὔσης ἐν Ἀθήναις IG 22.1099.17 (II d.C.), cf. Clem.Al.Strom.1.14.62.

German (Pape)

[Seite 577] ἡ, Übernahme, z. B. νεώς, des Befehls über ein Schiff, Dem. 50, 1; Nachfolge, Abwechselung, Aesch. Ag. 304, von den λαμπαδηφόροι; vgl. διαδέχομαι; Eur. Suppl. 423 ἐνιαύσιαι ἐν μέρει δ. – Dah. τῶν ἐπιγιγνομένων, von den Nachkommen, Thuc. 2, 36; Arist.; Geschlechtsfolge, τοῦ γένους, Hdn. 1, 2, 3; Erbfolge, Pol. 6, 7, 6; – auch von den Schulen der Philosophen, Ath. IV, 162 e; Plut. exil. 14. – Ablösung, δ. τῇ φυλακῇ ἔρχεται Xen. Cyr. 1, 4, 17; – κατὰ διαδοχὴν χρόνου Thuc. 7, 28; ablösungsweise, 4, 8; κατὰ διαδοχάς, abwechselnd, Arist. mund. 6; ἐκ διαδοχῆς, Antiphan., bei B. A. 97 durch ἐν μέρει erkl.; dasselbe, ἀλλήλοις Dem. 4, 21; ποιεῖσθαι τὴν ἐργασίαν, Pol. 5, 100, 4 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de recevoir de la main de qqn ; action de succéder à, succession ; διαδοχαῖς Ἐρινύων EUR par les Érinyes qui (me) poursuivent alternativement ; διαδοχὴ τῶν ἐπιγιγνομένων THC succession des descendants ; κατὰ διαδοχὴν χρόνου THC ou abs. κατὰ διαδοχήν THC périodiquement ; adv. ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις DÉM successivement les uns après les autres;
διαδοχή au sens coll. :
1 la succession, les successeurs;
2 ἡ διαδοχὴ τῇ πρόσθεν φυλακῇ XÉN garde montante.
Étymologie: διαδέχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαδοχή -ῆς, ἡ [διαδέχομαι] opvolging:. ἄλλος παρ’ ἄλλου διαδοχαῖς πληρούμενοι de een na de ander vervulde (de taak) achtereenvolgens Aeschl. Ag. 313; διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων in opeenvolging van generaties Thuc. 2.36.1; κατὰ διαδοχήν χρόνου successievelijk Thuc. 7.27.3; πολλὴ γίγνεται τῆς μανίας διαδοχή de verbreiding van de (honds)dolheid is uitgebreid Luc. 8.38. voortzetting:; γάμοι... διαδοχῆς ἀναγκαίας εὕρηνται φάρμακα het huwelijk is uitgevonden als remedie voor de noodzakelijk voortzetting (van het geslacht) Luc. 49.33; milit. aflossing:. ἡ διαδοχὴ τῇ πρόσθεν φυλακῇ ἔρχεται de vorige wacht wordt afgelost Xen. Cyr. 1.4.17; ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις elkaar aflossend Dem. 4.21.

Russian (Dvoretsky)

διαδοχή:
1 принятие (от предшественника): δ. νεώς Dem. принятие командования кораблем;
2 смена, чередование: διαδοχαῖς Aesch., κατὰ διαδοχὴν (χρόνου) Thuc., Arst., κατὰ διαδοχάς Arst., ἐκ διαδοχῆς Arst., Polyb. и ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις Dem. сменяя друг друга, посменно, чередуясь, последовательно; διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων Thuc. путем передачи последующим поколениям; ἡ λαμπὰς ἐκ διαδοχῆς Arst. передаваемый из рук в руки светильник; μεταπέμπειν τινὰ ἐπὶ τὴν διαδοχήν Dem. посылать кого-л. на смену; τοῖς στρατιώταις διαδοχὴν ἀποσταλῆναι Plut. произвести замену солдат; ἡ δ. τῇ πρόσθεν φυλακῇ Xen. смена прежнего караула; διαδοχαὶ φιλοσοφίας Plut. смена философских систем, т. е. история философии;
3 передача, распространение (τῆς μανίας Luc.).

Greek Monolingual

η (AM διαδοχή)
1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον
2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του
3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων
4. συρροή, συχνότητα
5. επέλευση, επακολούθηση
6. φρ. «κατὰ διαδοχὴν» ή «ἐκ διαδοχῆς» — διαδοχικά, εκ περιτροπής
αρχ.-μσν.
κληρονομία
αρχ.
1. παραδοχή, παράληψη
2. στρατιωτικό σώμα το οποίο αντικαθιστά άλλο
3. «διαδοχὴ τῶν τέκνων» — η γέννηση απογόνων.

Greek Monotonic

διαδοχή: ἡ (διαδέχομαι),·
I. 1. παραλαβή από κάποιον άλλο, σε Δημ.
2. διαδοχική αντικατάσταση, ἄλλοςπαρ' ἄλλου διαδοχαῖς, διαδοχικά ή αλληλοδιαδοχικά, σε Αισχύλ.· ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις, κατά σειρά, Λατ. vicissim, σε Δημ.· κατὰ διαδοχήν, σε Θουκ.
II. με στρατιωτική σημασία, εφεδρεία, βάρδια, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

διαδοχή: ἡ, (διαδέχομαι) ἡ παράλειψις, παραδοχή, δ. νεώς, ἐπὶ τριηράρχου (πρβλ. διαδέχομαι Ι. 2), Δημ. 1206. 10· καὶ ἑπομένως, 2) διαδοχικὴ ἀντικατάστασις, ἄλλος παρ’ ἄλλου διαδοχαῖς πληρούμενοι, ἀλληλοδιαδόχως, ἀλλήλους διαδεχόμενοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 313· - οὕτω, διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων Θουκ. 2. 36· ἡ τῶν τέκνων δ. Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 2· - συχν. κατὰ δοτ. πληθ., ἀνάσσων διαδοχαῖσιν ἐν μέρει ἐνιαυσίαισιν Εὐρ. Ἱκέτ. 406· διαδοχαῖς Ἐρινύων, διὰ διαδοχικῶν προσβολῶν τῶν Ἐρινύων, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 79· μακραῖς δ., διὰ μακρῶν γενεαλογιῶν, Ἡρῳδιαν. 1. 2· - οὕτω μετὰ προθ., ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις, ἀμοιβαίως, κατὰ σειράν, Λατ. vicissim, Δημ. 46. 1, πρβλ. Ἀντιφ. Ἀγρ. 9, Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 10· κατὰ διαδοχὴν χρόνου ἢ κατὰ διαδοχὴν Θουκ. 7. 27, 28· κατὰ διαδοχὰς Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 12. ΙΙ. ὡς συγκεκριμένον ὄνομα ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, ὁ ἀντικαθιστῶν τὴν φρουράν, τὸ στρατιωτικὸν σῶμα τὸ λαμβάνον τὴν θέσιν ἑτέρου, ἡ δ. τῇ πρόσθεν φυλακῇ ἔρχεται Ξεν. Κύρ. 1. 4, 17, πρβλ. Δημ. 567. 18. 2) ἡ διαδοχὴ (δηλ. οἱ διάδοχοι), Λουκ. Νιγρ. 38· - αἱ Διαδοχαὶ ἦτο ἐπιγραφὴ ἔργου τινὸς τοῦ Σωτίωνος, ἐν ᾧ περιείχοντο οἱ διαδοχικοὶ ἀρχηγοὶ τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν, Ἀθήν. 162Ε, πρβλ. Διογ. Λ. προοίμ. 1., 2. 12, Πλούτ. 605Β.

Middle Liddell

διαδοχή, ἡ, διαδέχομαι
1. a taking from another, Dem.
2. succession, ἄλλος παρ' ἄλλου διαδοχαῖς by successions or reliefs, Aesch.; ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις in turns, Lat. vicissim, Dem.; κατὰ διαδοχήν Thuc.
II. in military sense, a relief, relay, Xen.

English (Woodhouse)

series, succession, successive passing on, taking over

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

successio, succession, inheritance, 2.36.1, 7.27.3,
per vices, in turns, alternately, 4.8.9. 7.28.2.

Translations

succession

Bulgarian: последователност, редуване; Dutch: opeenvolging; Finnish: seuraaminen; French: succession; Galician: sucesión; Georgian: თანმიმდევრობა; Greek: διαδοχή; Ancient Greek: ἀκολουθία, ἄμειψις, ἀμοιβή, ἀναδοχή, ἀπόβασις, διάδεξις, διαδοχή, διαλλαγή, εἱρμός, ἔκδεξις, ἐκδοχή, ἐξαλλαγή, μετέλευσις, ὑπεισέλευσις; Hungarian: sorozat, sorra/egymásra következés, egymásután; Italian: successione; Maori: tauatanga, raupapatanga; Norwegian Bokmål: suksesjon; Nynorsk: suksesjon; Portuguese: sucessão; Romanian: succesiune; Russian: следование; Spanish: sucesión