ἔγνωκα

French (Bailly abrégé)

v. γιγνώσκω.

Greek Monotonic

ἔγνωκα: ἔγνωσμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του γιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἔγνωκα: pf. к γιγνώσκω.