ἔδρησα

English (LSJ)

Ionic aor.1aor.1 of δράω.

Greek Monotonic

ἔδρησα: Ιων. αντί ἔδρᾱσα, αόρ. αʹ του δράω.

Russian (Dvoretsky)

ἔδρησα: ион. aor. к δράω.