v. καίω.
ao. épq. de καίω.
ἔκηα: эп. aor. к καίω.
ἔκηα: ας, ε, ἴδε τὸ ῥῆμα καίω.
see καίω.
ἔκηα: Επικ. αόρ. αʹ του καίω.