ἔκπηξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, stiffening, freezing, Thphr. CP 5.14.1 (pl.), al.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
helada como fenóm. meteorológico περὶ Παντικάπαιον αἱ μὲν ἐκπήξεις γίνονται διχῶς Thphr.HP 4.14.13, cf. CP 5.12.9, 14.1, 4, 6.

German (Pape)

[Seite 772] ἡ, das Gefrierenmachen, der Frost, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπηξις: -εως, ἡ, τὸ πήξιμον, πάγωμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 14, 1, πρβλ. παγετός.