διχῶς
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
Adv. doubly, in two ways, A.Ch.915 (dub.), Arist.Mu.393a24, Ascl. Tact.10.10; in two senses, Arist.Po.1457a28.
Spanish (DGE)
(δῐχῶς)
adv.
1 dos veces δ. ἐπράθην ὢν ἐλευθέρου πατρός A.Ch.915 (cód.).
2 en dos direcciones λέγεται ἐγκεκολπῶσθαι ... δ. dicen que se forman bahías en dos direcciones Arist.Mu.393a24, (ἡ λοιπὴ δ' Ἰταλία) κορυφουμένη δ. Str.5.1.3
•en dos partes o grupos δ. οἱ ὀρθόδοξοι ... διῄρηντο Theod.Lect.Epit.221, cf. 106.
3 de dos maneras αἱ μὲν ἐκπήξεις γίνονται δ. Thphr.HP 4.14.13, cf. CP 2.14.1, δ. ἀποκαθίσταται vuelve a la posición inicial de dos maneras de cierta maniobra táctica, Ascl.Tact.10.10, τὰ ... σώματα δ. γενητά Porph.Sent.14.
4 en dos sentidos ἡ φύσις δ., τό τε εἶδος καὶ ἡ ὕλη la naturaleza se entiende en dos sentidos, la forma y la materia Arist.Ph.194a12, εἷς δέ ἐστι λόγος δ. Arist.Po.1457a28, δ. γὰρ λέγεται Arist.Pol.1255a4, cf. 1294a7, 1301b6, APr.32b31, Din.Fr.4b, Anon.Lond.3.39, Ammon.Diff.399, Aristid.Quint.10.16, Plot.1.1.1, 8, 7.1.
German (Pape)
[Seite 647] = δίχα, zwiefach; Aesch. Ch. 902.
French (Bailly abrégé)
adv.
doublement, de deux manières.
Étymologie: δίχα.
Russian (Dvoretsky)
διχῶς: Aesch., Arst. = δίχα I, 1 и 2.
Greek (Liddell-Scott)
διχῶς: ἐπίρρ. ὡς τὸ δίχα, διττῶς, κατὰ δύο τρόπους, Αἰσχύλ. Χο. 915, Ἀριστ. Ποιητ. 20, 13, κτλ.
Greek Monolingual
διχῶς επίρρ. (Α)
με δύο τρόπους, διττώς.
Greek Monotonic
διχῶς: (δίχα), επίρρ., με δύο τρόπους, διπλά, διττά, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δίχα
adv. doubly, in two ways, Aesch.