-εως, ἡ, = ἐκροήI, Sch.Lyc.1012 (pl.), Hsch. s.v. ἔκκρισις.
-εως, ἡsalida, secreción de humores del cuerpo, Hsch.s.u. ἔκκρισις, cf. Sch.Nic.Al.479e.
ἔκρευσις: -εως, ἡ, ἐκροή, ἐκρεύσεις ποταμοῦ Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. στ. 1012, ἔκδ. Kink.
ἔκρευσις, η (Α)εκροή.