ἔκταν

French (Bailly abrégé)

ao.2 Act. de *κτῆμι.

English (Autenrieth)

see κτείνω.

Spanish (DGE)

v. κτείνω.

Greek Monotonic

ἔκταν: Επικ. γʹ πληθ. αορ. βʹ του κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκταν: aor. 2 к *κτῆμι.