ἔκτημαι

French (Bailly abrégé)

pf. ion. de κτάομαι.

Greek Monotonic

ἔκτημαι: αντί κέκτημαι, παρακ. του κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔκτημαι: Hom., Aesch. pf. pass. к κτάομαι.