κέκτημαι

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monotonic

κέκτημαι: παρακ. του κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

κέκτημαι: pf. к κτάομαι.