ἔκτυπε

English (LSJ)

3sg. aor. 2 of κτυπέω. ἐκτυπέω, f.l. for ἐκκτυπέω (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτῠπε: γ΄ ἑνικ. τῆς ὁρ. ἀορ. β΄ τοῦ κτυπέω, Ὁμ., Ἰλ. Θ. 75, κτλ., Σοφ. Ο. Κ. 1456.

English (Autenrieth)

see κτυπέω.