ἔλλοπες

Greek (Liddell-Scott)

ἔλλοπες: «ἐλλείποντες τῆς ὀπός, τουτέστιν ἄφθογγοι, ἄφωνοι, καὶ οἱ λεπιδωτοὶ καὶ δασεῖς καὶ τραχεῖς» Ἡσύχ.