ἔλλοπος

English (LSJ)

ὁ, v. ἔλλοψ 1. ἐλλοπώ· ἀγαθήν, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
mudo, silencioso ἤδη γάρ ποτ' ἐγὼ γενόμην ... ἔξαλος ἔ. ἰχθύς Emp.B 117.2; cf. ἔλλοψ.

German (Pape)

[Seite 801] ὁ, der Fisch, Empedocl. 470. Vgl. ἔλλοψ.

Russian (Dvoretsky)

ἔλλοπος: ὁ Emped. = ἔλλοψ II.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλλοπος: ὁ, ἴδε ἔλλοψ ΙΙ.

Greek Monolingual

ο
βλ. έλλοψ.