έλλοψ

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

ἔλλοψ, ο, η και ἔλλοπος και ἐλλός, ο (Α)
1. (ως επίθ. τών ψαριών) άφωνος («ἔλλοπας ιχθῡς»)
2. ως ουσ. α) οποιοδήποτε ψάρι
β) ονομασία ψαριού
γ) φίδι.