ἔμηνα

English (LSJ)

v. μαίνομαι ΙΙ.

Russian (Dvoretsky)

ἔμηνα: aor. к μαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμηνα: ἴδε τὸ ῥῆμα μαίνομαι ΙΙ.

Greek Monotonic

ἔμηνα: αόρ. αʹ του μαίνομαι με μτβ. σημασία.