ἔμνησα

French (Bailly abrégé)

v. μιμνῄσκω.

Greek Monotonic

ἔμνησα: αόρ. αʹ του μιμνήσκω· ἐμνήσθην, Παθ. αόρ. αʹ.

Russian (Dvoretsky)

ἔμνησα: aor. к μιμνῄσκω.